θρησκοπαράδοτος

θρησκοπαράδοτος
-η, -ο
αυτός που υπάρχει σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + -παράδοτος (< παραδίδωμι), πρβλ. ετοιμο-παράδοτος, πατρο-παράδοτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”